αθροίσιμος

αθροίσιμος
-η, -ο (Α ἀθροίσιμος, -ον) [άθροιση]
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να αθροιστεί, να προστεθεί
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην άθροιση
Ιδιαίτερα στη φρ. «ἀθροίσιμος ἡμέρα», ημέρα κατά την οποία οι πιστοί συγκεντρώνονται στην εκκλησία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αθροίσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να προστεθεί: Τα ομοειδή ποσά είναι αθροίσιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άθροιση — η (Α ἄθροισις και ἅθροισις) νεοελλ. πρόσθεση αρχ. συνάθροιση, συγκέντρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθροίζω (ή ἁθροίζω). ΠΑΡ. αθροίσιμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”